- θαυματοποιός
- οαυτός που κάνει θαύματα, ταχυδαχτυλουργός: Ήρθε χθες στο χωριό μας ένας θαυματοποιός που μας κατέπληξε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαυματοποιός — wonder working masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιός — ό (Α θαυματοποιός, όν) αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός αρχ. 1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θαυματοποιός εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).… … Dictionary of Greek
θαυματοποιόν — θαυματοποιός wonder working masc/fem acc sg θαυματοποιός wonder working neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιοί — θαυματοποιός wonder working masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιούς — θαυματοποιός wonder working masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιῷ — θαυματοποιός wonder working masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιώ — (AM θαυματοποιῶ, έω) [θαυματοποιός] 1. κάνω θαύματα 2. κάνω θαυμαστά έργα ως θαυματοποιός, κάνω ταχυδακτυλουργίες … Dictionary of Greek
συγγόης — ητος, ὁ, Μ αυτός που είναι θαυματοποιός μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γόης «μάγος, θαυματοποιός»] … Dictionary of Greek
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek